- κατευθικτέω
- κατευ-θικτέω,A hit exactly,
τῇ πληγῇ LXX 2 Ma.14.43
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ πληγῇ LXX 2 Ma.14.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατευθικτήσας — κατευθικτήσᾱς , κατευθικτέω hit exactly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)